κἀνακηρύττω — ἀνακηρύττω , ἀνακηρύσσω proclaim by voice of herald pres subj act 1st sg (attic) ἀνακηρύττω , ἀνακηρύσσω proclaim by voice of herald pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) ἀνακηρύ̱ττω , ἀνακηρύσσω proclaim by voice of herald pres subj act 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναφωνώ — (AM ἀναφωνῶ, έω) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω αιφνίδια μσν. 1. καλώ κάποιον με το όνομά του 2. τραγουδώ αρχ. 1. ασκώ τη φωνή μου απαγγέλλοντας δυνατά 2. ανακηρύττω, αναγορεύω … Dictionary of Greek
ՀՐԱՊԱՐԱԿԱՔԱՐՈԶ — (առնել.) NBH 2 0137 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἁνακηρύττω prodo. Հրապարակագոյժ առնել. յայտնել հռչակաւ. *Անձամբ զանձն առնեմ հրապարակաքարոզ. Ոսկ. ղկ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՐԳԵՄ — (եցի.) NBH 2 0345 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c ն. τιμάω honoro, decoro μεγαλύνω magnifacio, aestimo, magnifico προάγω eveho ἑγκωμιάζω laudo ἁνακηρύττω praedico, laudibus celebro. Պատուել,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ανακηρύσσω — και ανακηρύττω υξα, ύχτηκα, υγμένος 1. αναγνωρίζω επίσημα ιδιότητα που αποχτήθηκε ύστερα από προσπάθεια: Τον ανακήρυξαν νικητή στο αγώνισμα του δρόμου. 2. αναγορεύω: Ανακηρύχτηκε πρόεδρος της δημοκρατίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)